Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπὶ σκοπόν

  • 1 επί

    (επ;
    εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:

    (γεν.) επί της γης — на земле;

    επί της οδρύ — на улице;

    επί της τραπέζης — на столе;

    επ' ώμου на плече;
    εφ' αμάξης в экипаже;

    επί τόπου — на месте;

    επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;

    κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;

    (αιτιατ.) επί πάσαν την γήν — по всей земле;

    επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;

    2) (при обознач, времени):

    (γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;

    επ' εσχατων недавно;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;

    επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;

    επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;

    επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;

    (αϊτιατ.) η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;

    επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);

    επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;

    σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);

    επ' άπειρον до бесконечности;
    3) (в отношении, что касается):

    (γεν.) επί τού θέματος — на тему;

    επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;

    επί του προκειμένου — по этому делу;

    επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;

    (αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;

    ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;

    (δοτ.) φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;

    εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);

    διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;

    II με γεν., δοτ.
    1) (при обознач, главенства, руководства, власти):

    (γεν.) επί κεφαλής — во главе;

    ο επί κεφαλής — глава;

    ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;

    ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;

    ο επί των τελετών — церемонимейстер;

    (*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;
    2) (при обознач, прибавки, добавления):

    (*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;

    επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;

    III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):

    επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;

    παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;

    § επί ξυρού ακμής — в критическом положении;

    επί τέλους — наконец;

    επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;

    IV με αϊτιατ.
    1) (при обознач, направления, цели):

    επί δεξιά — направо;

    επ' αριστερά налево;

    επί σκοπόν — по цели;

    βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;

    ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;

    η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);

    2) (при обознач, степени):
    επ' ελάχιστον в наименьшей степени;

    επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;

    3) (при умножении):

    τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;

    V με δοτ.
    1) (при обознач, повода, обстоятельства):

    επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;

    επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;
    επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;

    κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;

    2) (при обознач, цели):

    επί τω σκοπώ — с целью;

    επί τούτω — для этого;

    επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;

    επ' ωφελεία в пользу;

    επί αγαθώ — на благо;

    επί ζημία — в ущерб;

    επί κακώ — назло;

    3) (в отношении родства):
    γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);

    γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);

    4) (при обознач, условия, образа действия):

    επί τώ όρω — при условии;

    επί τόκου — под проценты;

    επ' αμοιβή за вознаграждение;

    επί μισθώ — за плату;

    επί αποδείξει — под расписку;

    επ' ενεχύρω под залог;

    επί ισοις όροις — на равных условиях;

    επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;

    επ' ονόματί μου на моё имя;

    άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;

    επί λέξει — слово в слово; — буквально;

    επ' αυτοφώρω с поличным;

    επί εγγυήσει — на поруки;

    § επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;

    επί παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;

    VI (в наречных выражениях):

    επί πολύ — долгое время;

    επ' ολίγον короткое время;

    επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;

    επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επί

  • 2 ἐπι-σκοπέω

    ἐπι-σκοπέω, bei den bessern Att. nur im pr. u. impf. (vgl. ἐπισκέπτομαι), darauf sehen, betrachten, beobachten, τὸν ὑψόϑεν σκοπὸν ἐπισκόπει Aesch. Suppl. 376, vgl. Ch. 59; überschauen, wie der Feldherr, Eum. 286; besuchen, εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην Ag. 13; Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, von Bacchus, dem Schutzgott Thebens, Soph. Ant. 1123; vgl. Eur. I. T. 1414 Ar. Equ. 1173; δράκων ῥέεϑρα δεργμάτων κόραισι ἐπισκοπῶν Eur. Phoen. 661; χοροῦ κατάστασιν Ar. Th. 957; in Prosa, πρός τι, Plat. Legg. XI, 924 d; ἐμὲ φερόμενον Crat. 414 b; τῆς διαβολῆς τὴν αἰτίαν Rep. VI, 490 d; εἰ ἔστιν ἐπισκοπῶμεν Charm. 168 a; πῶς ἔχει Gorg. 451 c; τίς εἴη Xen. Mem. 3, 2, 4; περί τινος, 3, 5, 1; ἐπεσκοποῦμεν εἴ τι ἐξαιροῦνται Dem. 35, 29; mustern, τὰς τάξεις Xen. An. 2, 3, 1; dem ἐφορᾶν entsprechend, Oec. 4, 6; Kranke besuchen, Cyr. 8, 2, 25. – Auch im med., εἰς τὸ ἀληϑὲς ἐπισκοπούμενος Plat. Phil. 61 e; ϑαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς Lys. 207 a; Xen. Oec. 10, 10. – Bei Sp. Bischof sein.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐπι-σκοπέω

  • 3 σκοπός

    σκοπ-ός, (also , Od.22.396, Call.Del.66): ([etym.] σκέπτομαι):—
    A one that watches, one that looks about or after things,

    παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν Il.23.359

    ; γυναικῶν δμῳάων σ. ἐσσι, of a housekeeper, Od. l.c.: in Pi., of gods and kings, c. gen. loci, guardian, protector, Ὀλύμπου ς. O.1.54;

    Δάλου 6.59

    ; Μαγνήτων ς., of Peleus, N.5.27;

    τὸν ὑψόθεν σ., φύλακα βροτῶν A.Supp. 381

    (lyr.); also

    σκοποὶ τῶν εἰρημένων S.Ant. 215

    .
    b one who watches or looks out to take advantage, Od.22.156; watchful, jealous master, S.Aj. 945.
    2 mostly, lookout-man, watcher, stationed in some high place ([etym.] σκοπιά) to overlook a country, esp. in war, Il.2.792, Od.16.365, X.Cyr.3.2.1, 4.1.1, etc.; hence

    Ἠέλιον.. θεῶν σ. ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν h.Cer.62

    : also, game-watcher, X.Cyr. 1.6.40.
    3 spy, scout, Il.10.324, 526, 561 (later κατάσκοπος)

    σ. καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα A.Th.36

    , cf. E.Tr. 956; of a messenger who has been sent to learn tidings, S.OC35, cf. Ph. 125;

    σκοπός, ναῶν κατόπτας E.Rh. 557

    (lyr.).
    II mark or object on which one fixes the eye,

    σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι αἴ κε τύχωμι Od.22.6

    ; ἀπὸ σκοποῦ away from the mark, 11.344; ἀπὸ σ. εἰρηκέναι, εἰρῆσθαι, Pl.Tht. 179c, X.Smp.2.10;

    παρὰ σκοπόν Pi.O.13.94

    ; σκοπῷ ἐπέχειν τόξον to aim at it, ib.2.89;

    σκοποῦ ἄντα τυχεῖν Id.N.6.27

    ;

    ἔκυρσας ὥστε τοξότης.. σκοποῦ A.Ag. 628

    ;

    ὥστε τοξόται σκοποῦ, τοξεύετ' ἀνδρὸς τοῦδε S.Ant. 1033

    ;

    ἄθλιον σκοπὸν ἐμοὶ ἀκοντίσας Antipho 3.3.6

    ;

    ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν X.Cyr.1.6.29

    ;

    παραλλάξαι τοῦ σ. καὶ ἁμαρτεῖν Pl.Tht. 194a

    ;

    ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ Id.Lg. 744a

    .
    2 metaph., aim, end, object,

    οὗτος.. δοκεῖ ὁ σ. εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν Id.Grg. 507d

    ;

    τὴν ἡδονὴν σ. ὀρθὸν πᾶσι ζῴοις γεγονέναι Id.Phlb. 60a

    ;

    στοχάζεσθαι σκοποῦ Id.R. 519c

    ;

    σ. τυραννικὸς τὸ ἡδύ Arist.Pol. 1311a4

    , etc.; σκοπός.. nihil praebere 'his little game' is to make no allowance, Cic.Att. 15.29.2, cf. Arg. 11 Ar.Eq.
    b Medic., of healing, ἐπὶ τῷ πρώτῳ ς. by first intention (i.e. direct union), κατὰ δεύτερον ς. by second intention (i.e. granulation or scar tissue), Gal.1.387, cf. 10.162.
    3 contest in shooting at a mark, σ. ἱππέων, πεζῶν, IG9(2).527.16,18 ([place name] Larissa).
    III name of a dance, Eup.446.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκοπός

  • 4 σκοπός

    σκοπός, ὁ (σκέπτομαι), 1) der Schauer, der genau zusieht, der Aufseher, Achtgeber; παρὰ δὲ σκοπὸν εἷσεν, Il. 23, 359; auch , Aufseherinn, ἥτε γυναικῶν δμωάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρα, Od. 22, 396. Bei Pind. bes. von Göttern und Königen, mit dem gen. des Landes oder Ortes, über welchen sie die Aufsicht od. Obhut haben, Ὀλύμπου σκοποί Ol. 1, 54, Δάλου 6, 59, Μαγνήτων N. 5, 27; Aufpasser, Lauscher, in tadelndem Sinne, Od. 22, 156; Kundschafter, Späher, der von einem hochliegenden Orte, einer Warte aus die Gegend umher beobachtet, ὃς Τρώων σκοπὸς ἷζε, Il. 2, 792; σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, 10, 324, wo er sich als Spion ins feindliche Lager schleichen will, vgl. 526. 561; σκοποὶ ἷζον ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας, Od. 16, 365; οὐκ ἔλαϑε σκοπόν, Pind. P. 3, 27, σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῠ ἔπεμψα, Aesch. Spt. 36; Suppl. 636; τὸν σκοπὸν πρὸς ναῠν ἀποστελῶ πάλιν, Soph. Phil. 125; O. C. 1098; ἀπὸ τειχέων σκοποί, Eur. Troad. 956; σκοποὺς ἔπεμψε τούςδε τῶν ἐμῶν κακῶν, El. 354, u. sonst; Xen. Cyr. 1, 6, 40 (gew. κατάσκοπος) u. Folgde, wie Pol. – 2) das in der Ferne aufgesteckte Ziel, wonach man sieht od. zielt, u. übtr., Zweck, Absicht; νῠν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὖπ ω τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, Od. 22, 6; dah. οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῠ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυϑεῖται, 11, 344, nicht vom Ziele ab, so daß der Zweck verfehlt wird; σκοποῠ τυχεῖν, Pind. N. 6, 28; ἔπεχε σκοπῷ, Ol. 2, 98; ἔλασε σκοπόν, 11, 74, er traf das Ziel, erreichte es; παρὰ σκοπόν, 13, 90; ἔκυρσας ὥς τε τοξότης ἄκρος σκοποῠ, Aesch. Ag. 614; πάντες ὥςτε τοξόται σκοποῠ, τοξε ύετ' ἀνδρὸς τοῠδε, Soph. Ant. 1020; u. in Prosa sehr geläufig: οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι, πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, Plat. Gorg. 507 d; οἷον τοξότην φαῠλον ἱέντα παραλλάξαι τοῠ σκοποῠ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ἀποτυγχάνω σκοποῠ, Legg. V, 744 a; σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχειν, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν, Rep. VII, 519 c; ἐπὶ σκοπὸν βάλλειν, Xen. Cyr. 1, 6, 29; σκοπὸν προέϑηκε κάλλιστον, Pol. 7, 8, 9; πρὸς τοῠτον τὸν σκοπὸν ἐποιεῖτο τὰς παρασκευάς, 15, 26, 6. – Die Accentuation des Wortes σκόπος in der ersten Bdtg ist falsch, s. Wolf Anal. II p. 469.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > σκοπός

  • 5 βάλλω

    βάλλω, [tense] fut. βᾰλῶ (in [dialect] Att. Prose only in compds.), [dialect] Ion.
    A

    βαλέω Il. 8.403

    ,

    βαλλήσω Ar.V. 222

    , 1491: [tense] aor. 2 ἔβᾰλον, [dialect] Ion.

    προ-βάλεσκε Od. 5.331

    ; later [tense] aor. 1

    ἔβαλα LXX3 Ki.6.1

    (5.18); [dialect] Ep. and [dialect] Ion. inf.

    βαλέειν Il.2.414

    ,al., Hdt.2.111,al., but

    βαλεῖν Il.13.387

    , 14.424; opt. βλείης in Epich.219, part.

    βλείς Id.176

    , as if from ἔβλην (v. συμβάλλω): [tense] pf. βέβληκα: [tense] plpf. ἐβεβλήκειν, [dialect] Ep.

    βεβλήκειν Il.5.661

    :—[voice] Med., [dialect] Ion. [tense] impf.

    βαλλέσκετο Hdt.9.74

    : [tense] fut. βᾰλοῦμαι ([etym.] προ-) Ar.Ra. 201, ([etym.] ἐπι-) Th.6.40, etc., [dialect] Ep. βαλεῦμαι ([etym.] ἀμφι-) Od.22.103: [tense] aor. 2 ἐβᾰλόμην, [dialect] Ion. imper.

    βαλεῦ Hdt.8.68

    .γ, used mostly in compds.:—[voice] Pass., [tense] fut.

    βληθήσομαι X.HG7.5.11

    , ([etym.] δια-) E.Hec. 863; also

    βεβλήσομαι Id.Or. 271

    , Hld.2.13, ([etym.] δια-) D.16.2; part.

    δια-βεβλησόμενος Philostr. VA6.13

    ([dialect] Ep. [tense] fut. ξυμ-βλήσομαι, v. συμβάλλω): [tense] aor.

    ἐβλήθην Hdt.1.34

    , Th.8.84, etc.: Hom. also has an [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass.,

    ἔβλητο Il.11.675

    ,

    ξύμβλητο 14.39

    ; subj.

    βλήεται Od.17.472

    ; opt. βλῇο or

    βλεῖο Il.13.288

    ; inf.

    βλῆσθαι 4.115

    ; part.

    βλήμενος 15.495

    : [tense] pf. βέβλημαι, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    βεβλήαται 11.657

    (but [ per.] 3sg. h.Ap.20), opt.

    δια-βεβλῇσθε And.2.24

    : [tense] plpf. ἐβεβλήμην ([etym.] περι-) X.HG7.4.22, ([etym.] ἐξ-) Isoc.18.17; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.

    περι-εβεβλέατο Hdt.6.25

    .—[dialect] Ep. [tense] pf. βεβόλημαι in special sense, v. βολέω.
    A [voice] Act., throw:
    I with acc. of person or thing aimed at, throw so as to hit, hit with a missile, freq. opp. striking with a weapon in the hand,

    βλήμενος ἠὲ τυπείς Il.15.495

    ;

    τὸν βάλεν, οὐδ' ἀφάμαρτε 11.350

    , cf. 4.473, al.; so even in

    ἐγγύθεν ἐλβὼν βεβλήκει.. δουρί 5.73

    ; and

    δουρὶ ὤμων μεσσηγὺς σχεδόθεν βάλε 16.807

    ; but later opp. τοξεύειν, D.9.17, X.An.4.2.12; ἐκ χειρὸς β. ib.3.3.15: c. dat. instrumenti, β. τινὰ δουρί, πέτρῳ, κεραυνῷ, etc., Il.13.518, 20.288, Od.5.128, etc.:

    βλήμενος ἢ ἰῷ ἢ ἔγχεϊ Il.8.514

    : c. dupl. acc. pers. et partis,

    μιν βάλε μηρὸν ὀϊστῷ 11.583

    : c. acc. partis only, 5.19, 657; so

    τὸν δ' Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν.. βάλεν ἰῷ Od.22.15

    ;

    δουρὶ βαλὼν πρὸς στῆθος Il. 11.144

    : c. acc. cogn.,

    ἕλκος.., τό μιν βάλε Πάνδαρος ἰῷ 5.795

    ; also βάλε Τυδεΐδαο κατ' ἀσπίδα smote upon it, ib. 281.
    2 less freq. of things,

    ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον 23.502

    ; of drops of blood, 11.536, cf. A.Ag. 1390: metaph.,

    κηλὶς ἔβαλέ νιν μητροκτόνος E.IT 1200

    , cf. HF 1219; of the sun, ἀκτῖσιν ἔβαλλεν [θάμνους] Od.5.479;

    ἔβαλλε.. οὐρανὸν Ἠώς A.R.4.885

    (so [voice] Pass.,

    σελήνη.. δι' εὐτρήτων βαλλομένη θυρίδων AP5.122

    (Phld.)); strike the senses, of sound,

    ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει Il.10.535

    , cf. S.Ant. 1188, Ph. 205 (lyr.); of smell,

    ὀσμὴ β. τινά Id.Ant. 412

    ;

    τάχ' ἂν πέμφιξ σε βροντῆς καὶ δυσοσμίας β. Id.Fr. 538

    .
    3 metaph., β. τινὰ κακοῖς, φθόνῳ, ψόγῳ, smite with reproaches, etc., Id.Aj. 1244, E.El. 902, Ar. Th. 895;

    στεφάνοις β. τινά Pi.P.8.57

    (hence metaph., praise, Id.O.2.98);

    φθόνος βάλλει A.Ag. 947

    ;

    φίλημα βάλλει τὴν καρδίαν Ach.Tat. 2.37

    .
    II with acc. of the weapon thrown, cast, hurl, of missiles, rare in Hom.,

    βαλὼν βέλος Od.9.495

    ;

    χαλκὸν ἐνὶ στήθεσσι βαλών Il.5

    . 346, cf. Od.20.62;

    ἐν νηυσὶν.. πῦρ β. Il.13.629

    : c. dat., of the weapon, throw or shoot with a thing,

    οἱ δ' ἄρα χερμαδίοισι.. βάλλον 12.155

    ;

    βέλεσι Od.16.277

    : in Prose abs., β. ἐπί τινα throw at one, Th.8.75;

    ἐπὶ σκοπόν X.Cyr.1.6.29

    ;

    ἐπίσκοπα Luc.Am.16

    ; alone,

    οἱ ψιλοὶ βάλλοντες εἶργον Th.4.33

    : c. gen., βάλλοντα τοῦ σκοποῦ hitting the mark, Pl.Sis. 391a.
    2 generally of anything thrown,

    εἰς ἅλα λύματ' ἔβαλλον Il.1.314

    ;

    τὰ μὲν ἐν πυρὶ βάλλε Od.14.429

    ; [

    νῆα] β. ποτὶ πέτρας 12.71

    ; εὐνὰς β. throw out the anchor-stones, 9.137; β. σπόρον cast the seed, Theoc.25.26;

    β. κόπρον POxy.934.9

    (iii A. D.): hence

    β. ἀρούρας

    manure,

    PFay.118.21

    (ii A. D.): metaph.,

    ὕπνον.. ἐπὶ βλεφάροις β. Od.1.364

    ;

    β. σκότον ὄμμασι E.Ph. 1535

    (lyr.);

    β. λύπην τινί S.Ph.67

    .
    b of persons, β. τινὰ ἐν κονίῃσιν, ἐν δαπέδῳ, Il.8.156, Od. 22.188;

    γῆς ἔξω β. S.OT 622

    ;

    β. τινὰ ἄθαπτον Id.Aj. 1333

    ;

    ἄτιμον Id.Ph. 1028

    :—[voice] Pass.,

    ὑπὸ χλαίνῃ βεβλημένος AP5.164

    (Mel.);

    βεβλημένος

    on a sick-bed,

    Ev.Matt.8.14

    : then metaph.,

    ἐς κακὸν β. τινά Od. 12.221

    ;

    ὅς με μετ'.. ἔριδας καὶ νείκεα β. Il.2.376

    ; β. τινὰ ἐς ἔχθραν, ἐς φόβον, A.Pr. 390, E.Tr. 1058; also ἐν αἰτίᾳ or αἰτίᾳ β. τινά, S.OT 657, Tr. 940 (but in E.Tr. 305 β. αἰτίαν ἔς τινα)

    ; κινδύνῳ β. τινά A.Th. 1053

    .
    3 let fall,

    ἑτέρωσε κάρη βάλεν Il.8.306

    , cf. 23.697;

    β. ἀπὸ δάκρυ παρειῶν Od.4.198

    , cf. 114;

    κατὰ βλεφάρων β. δάκρυα Thgn. 1206

    ;

    κατ' ὄσσων E.Hipp. 1396

    ;

    αἵματος πέμφιγα πρὸς πέδῳ β. A.Fr. 183

    ; β. τοὺς ὀδόντας cast, shed them, Arist.HA 501b2, etc.; so βάλλειν alone, ib. 576a4;

    βοῦς βεβληκώς SIG958.7

    ([place name] Ceos).
    5 of animals, push forward or in front,

    τοὺς σοὺς [ἵππους] πρόσθε βαλών Il.23.572

    ; πλήθει πρόσθε βαλόντες (sc. ἵππους) ib. 639;

    βάλλε κάτωθε τὰ μοσχία Theoc.4.44

    : metaph.,

    β. ψυχὰν ποτὶ κέρδεα BionFr.5.12

    .
    6 in a looser sense, put, place, with or without a notion of haste,

    τὼ μὲν.. βαλέτην ἐν χερσὶν ἑταίρων Il.5.574

    , cf. 17.40, 21.104;

    μῆλα.. ἐν νηΐ β. Od.9.470

    ;

    ἐπὶ γᾶν ἴχνος ποδὸς β. E.Rh. 721

    (lyr.);

    φάσγανον ἐπ' αὐχένος β. Id.Or.51

    ;

    τοὺς δακτύλους εἰς τὰ ὦτα Ev.Marc.7.33

    ; β. πλίνθους lay bricks, Edict.Diocl.7.15; pour,

    οἶνον εἰς ἀσκούς Ev.Matt.9.17

    ;

    εἰς πίθον Arr.Epict.4.13.12

    , cf. Dsc.1.71.5 (v.l. for ἐμβ.): metaph.,

    ἐν στήθεσσι μένος βάλε ποιμένι λαῶν Il.5.513

    ; ὅπως.. φιλότητα μετ' ἀμφοτέροισι βάλωμεν may put friendship between them, 4.16;

    μαντεύσομαι ὡς ἐνὶ θυμῷ ἀθάνατοι βάλλουσι Od.1.201

    ;

    ἐν καρδίᾳ β. Pi.O.13.16

    ; but also θυμῷ, ἐς θυμὸν β., lay to heart, A.Pr. 706, S.OT 975.
    b esp. of putting round,

    ἀμφ' ὀχέεσσι θοῶς βάλε καμπύλα κύκλα Il.5.722

    ; of clothes or arms,

    ἀμφὶ δ' Ἀθήνη ὤμοις.. βάλ' αἰγίδα 18.204

    ; put on,

    φαιὰ ἱμάτια Plb. 30.4.5

    .
    d pay, PLond.3.1177 (ii A. D.), POxy.1448.5 (iv A. D.).
    7 of dice, throw,

    τρὶς ἓξ βαλεῖν A.Ag.33

    , cf. Pl.Lg. 968e;

    ἄλλα βλήματ' ἐν κύβοις βαλεῖν E.Supp. 330

    : so prob. ψῆφος βαλοῦσα, abs., by its throw, A.Eu. 751: metaph., εὖ or

    καλῶς βάλλειν

    to be lucky, successful,

    Phld.

    lr.p.51 W., Rh.1.10 S.
    III intr., fall,

    ποταμὸς Μινυήϊος εἰς ἅλα βάλλων Il.11.722

    , cf. A.R.2.744, etc.; ἄνεμος κατ' αὐτῆς (sc. νεώς)

    ἔβαλε Act.Ap.27.14

    ; [ἵππους] περὶ τέρμα βαλούσας having run round the post, Il.23.462; ἐγὼ δὲ.. τάχ' ἐν πέδῳ βαλῶ (sc. ἐμαυτήν) A.Ag. 1172 (lyr.); λίμνηθεν ὅτ' εἰς ἁλὸς οἶδμα βάλητε arrive at.., A.R.4.1579; εἴσω β. enter a river's mouth, Orac. ap.D.S.8.23; βαλὼν κάθευδε lie down and sleep, Arr.Epict.2.20.10; τί οὖν, οὐ ῥέγκω βαλών; ib.4.10.29;

    βαλὼν ἐπὶ τῆς στιβάδος ἐπεχείρει καθεύδειν Anon.

    ap. POxy.1368.51; cf. A. 11.4.
    2 in familiar language,

    βάλλ' ἐς κόρακας

    away with you! be hanged!

    Ar.V. 835

    , etc.;

    βάλλ' ἐς μακαρίαν Pl.Hp.Ma. 293a

    , cf. Men.Epit. 389.
    B [voice] Med., put for oneself, ὡς ἐνὶ θυμῷ βάλλεαι that thou may'st lay it to heart, Il.20.196, cf. Od.12.218;

    σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν Hes.Op. 107

    ;

    εἰ μὲν δὴ νόστον γε μετὰ φρεσὶ.. βάλλεαι Il.9.435

    ;

    ἐς θυμὸν βαλέσθαι τι Hdt.1.84

    , etc.; εἰς or ἐπὶ νοῦν, εἰς μνήμην, Plu.Thes. 24, Jul.Or.2.58a, etc. (v. supr. A.11.6); ἐπ' ἑωυτῶν βαλόμενοι on their own responsibility, Hdt.4.160, cf. 3.71, al.; ἑτέρως ἐβάλοντο θεοί, v. l. for ἐβόλοντο in Od.1.234;

    θεοὶ δ' ἑτέρωσε βάλοντο Q.S.1.610

    .
    2 τόξα or ξίφος ἀμφ' ὤμοισιν βάλλεσθαι throw about one's shoulder, Il.10.333, 19.372, etc.;

    ἐπὶ κάρα στέφη β. E.IA 1513

    (lyr.).
    4 lay as foundation,

    κρηπῖδα βαλέσθαι Pi.P.7.3

    , cf. 4.138, Luc.Hipp.4; also, lay the foundations of, begin to form,

    οἰκοδομίας Pl.Lg. 779b

    ;

    χάρακα Plb.3.105.10

    , Poll. 8.161; simply, build,

    ἱερὸν περί τι Philostr.VA4.13

    ; β. ἄγκυραν cast anchor, Hdt.9.74, etc.;

    καθάπερ ἐξ ἀγκυρῶν βαλλόμενος ψυχῆς δεσμούς Pl.Ti. 73d

    .
    II rarely, χρόα βάλλεσθαι λουτροῖς dash oneself with water, bathe, h.Cer.50 (but

    λουτρὰ ἐπὶ χροῒ βαλεῖν E.Or. 303

    ). (Arc. - δέλλω in ἐς-δέλλοντες, = ἐκ-βάλλοντες, IG5(2).6.49: ζέλλειν· βάλλειν, Hsch. Root g[uglide]el- 'throw', Skt. galati 'trickle', OHG. quellan 'spurt up', Lith. gulēti 'lie'.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βάλλω

  • 6 взвод

    взвод I
    м (воен. подразделение) ἡ διμοιρία:
    кавалерийский \взвод ὁ οὐλαμός ίππι-κοδ.
    взвод II
    м (в оружии) ἡ ἐγκοπή:
    предохранительный \взвод τό ἀσφάλιστρο[ν] ὀπλου· на боевом \взводе ἐπί σκοπόν ◊ быть на \взводе а) (навеселе) τά ἔχω τσού-ξει, εἶμαι στό κέφι, б) (на пределе) εἶμαι ἔτοιμος νά ξεσπάσω.

    Русско-новогреческий словарь > взвод

  • 7 βάλλω

    (αόρ. εβαλον, παθ. αόρ. εβλήθην) 1. μετ.
    1) бросать, кидать; метать, пускать; 2) поражать, ранить (камнем, пулей); 3) см. βάζω; 2. αμετ. 1) стрелять,- вести огонь;

    βάλλω εκ τού σύνεγγυς — вести огонь прямой наводкой;

    βάλλω επί σκοπόν — вести огонь по цели, стрелять в цель;

    2) перен. (κατά) нападать, обрушиваться (на кого-л.);

    βάλλει εναντίον μου — он выступает с нападками на меня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βάλλω

  • 8 βολή

    I η
    1) выстрел; стрельба;

    η άσφαιρος βολ — холостой выстрел;

    η επί σκοπόν βολή — стрельба по цели;

    η απόσταση βολής — дальность стрельбы;

    με άμεση βολή — прямой наводкой;

    εκτός βολής — вне пределов досягаемости;

    2) снаряд;
    3) грохот пушек, канонада; 4) забрасывание сетей βολή2
    II η
    1) удобства, комфорт; уют;

    δεν έχει βολές αυτό το σπίτι — в этом доме нет удобств, нет комфорта;

    2) благо, блага;

    έχει τίς βολές του — он всё имеет, он состоятельный человек;

    κάθε δουλειά έχει τη βολή2 της — всякая работа имеет свои преимущества;

    3) прорезывание зубов (чаще при выпадании молочных)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > βολή

  • 9 επίσκοπος

    επίσκοπος ο
    епископ – священнослужитель высшего клира Церкви, принадлежащий к монашескому духовенству, главный пастырь своей епархии, пекущийся о благоустроении Святой Церкви и управляющий не только нижними чинами священства, но и всей вверенной от Бога паствой
    Этим.
    дргр. первоначальное значение – «страж, блюститель, надзиратель». Слово является производным от словосочетания επί’σκοπόν «в цель». Современное значение термина восходит к Новому Завету, где прилагательное επίσκοπος «бьющий в цель, меткий, достигающий» относится к пресвитерам поместных церквей

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > επίσκοπος

  • 10 λιθάζω

    A fling stones, Arist.Pr. 881b1, Plb.10.29.5;

    ἐπὶ σκοπόν Str.15.1.43

    .
    II stone, τινα Anaxandr.16, LXX 2 Ki.16.6, Ev.Jo.10.31:— [voice] Pass., dub. sens. in IGRom.4.494.13 (Pergam.).

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθάζω

  • 11 παρά

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > παρά

  • 12 πάρ

    παρά, πάρ (with apocope often before μ, π, δ; also κ, ς, τ, χ, ζ, β; with anastrophe Pae. 22.10)
    1 c. acc.,
    a to, towards with vb. of motion.

    παρ' εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον O. 1.111

    παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70

    Κρόνιον παρ' ὄχθον O. 9.3

    καί κεν ἐν ναυσὶν μόλον Ἀρέθοισαν ἐπὶ κράναν παρ' Αἰτναῖον ξένον P. 3.69

    ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον P. 8.59

    οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85

    ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ ματρὶ πὰρ Μελίαν χρυσέων ἐς ἄδυτον τριπόδων θησαυρόν P. 11.4

    Κασσάνδραν πόρεὐ Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ' εὔσκιον νηλὴς γυνά P. 11.21

    σώματα δὲ παρὰ Κρονίδαν Κένταυρον ἀσθμαίνοντα κόμιζεν N. 3.47

    ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται ( πέρας ἅμα coni. Weiseler) N. 7.19

    παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός N. 7.33

    Κάστορος δ' ἐλθόντος ἐπὶ ξενίαν πὰρ Παμφάη N. 10.49

    πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον ἰὼν I. 8.2

    Κύ]νθιον παρὰ κρημνόν Pae. 12.8

    ]παρ' ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
    b beside, by

    παρ' Εὐρώτα πόρον O. 6.28

    σόν τε, Κασταλία, πάρα /

    Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ βωμὸν παρ' Ὀλύμπιον O. 10.101

    χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους O. 14.10

    Ἀμένα παρ' ὕδωρ P. 1.67

    παρὰ δὲ τὰν εὔυδρον ἀκτὰν Ἱμέρα P. 1.79

    παρ' ἐμὸν πρόθυρον P. 3.78

    πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμαP. 4.43

    πὰρ μέσον ὀμφαλὸν P. 4.74

    Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον N. 4.20

    πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες N. 5.10

    παρὰ Κασταλίαν τε (v. l. Κασταλίᾳ) N. 6.37

    θεοῦ παρ' εὐτειχέα δόμον N. 7.46

    θαρσαλέα δὲ παρὰ κρατῆρα φωνὰ γίνεται N. 9.49

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ' Ἑλικώνιαι παρθένοι στάν I. 8.57

    Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    χθονὸς ὀμφαλὸν πὰρ σκιάεντα μελπόμεναι Pae. 6.17

    γᾶς παῤ ὀμφαλὸν εὐρύν Pae. 6.120

    οἵαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2.. οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 5. Αἰγυπτίαν Μένδητα, πὰρ κρημνὸν θαλάσσας ἔσχατον Νείλου κέρας fr. 201. 1.
    c contrary to, against

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ θαμάκι παρὰ τὸν ἁλικίας ἐοικότα χρόνονO. 4.27

    μὴ παρὰ καιρὸν O. 8.24

    τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει O. 9.38

    πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κτίσιν O. 13.83

    τί κομπέω παρὰ καιρόν; P. 10.4 τὸ δὲ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά. I. 7.47
    d past, by
    I

    παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94

    μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (i. e. εἰ λοξὰ καὶ οὐκ ἀληθῆ λέγω Σ.) N. 7.69 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g. παρὰ ναῦν δ' ἰθύει τάχιστα δελφίς fr. 234.
    II met., beyond, exceeding, past

    παρ' αἶσαν ἐξερεθίζων P. 8.13

    e side by side with, in comparison with

    ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι P. 3.81

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50 σὲ δἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα ( παρ' ἀμὶν v. l. in codd. Aristidis, sed v. Σ ad loc., παρ' αὐτὸν τὸν Ἡρακλέα) fr. 81 ad Δ. 2. παρὰ Λύδιον ἅρμα πεζὸς οἰχνέων fr. 206.
    f for the sake of

    οὐ χθόνα ταράσσοντες οὐδὲ πόντιον ὕδωρ κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65

    g of alternation, Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου every second day P. 11.63
    2 c. gen.,
    a from of motion from, from beside

    ἵκων δ' παῤ εὐηράτων σταθμῶν O. 5.9

    ἀντρόθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103

    κωμάσομεν παρ' Ἀπόλλωνος Σικυωνόθε, Μοῖσαι, τὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν N. 9.1

    Θέμιν ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ἆγον fr. 30. 2.
    b from without motion,
    I

    παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.70

    ἀρέομαι πὰρ μὲν Σαλαμῖνος Ἀθαναίων χάριν μισθόν P. 1.76

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.88

    χρὴ τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστευέμεν P. 3.59

    εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21

    II of place of origin. συμβαλεῖν δ' εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ ἀπὸ Σπάρτας, καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος (Bergk: ῥοὰν codd.) N. 11.36
    c πὰρ ποδός, at

    γνόντα τὸ πὰρ ποδὸς P. 3.60

    τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62

    3 c. dat.
    a beside, by of place.

    παρ' Ἀλφεῷ O. 1.20

    πὰρ ποδί O. 1.74

    παρὰ βωμῷ O. 1.93

    παρ' Ἀλφειῷ O. 7.15

    παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    πὰρ Κρόνου λόφῳ O. 8.17

    ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος O. 10.24

    παρ' εὐκλέι Δίρκᾳ O. 10.85

    συγγόνῳ παρ' ἑστίᾳ O. 12.14

    ὁμιλέων παρ' οἰκείαις ἀρούραις O. 12.19

    κόλποις παρ' εὐδόξοις Πίσας O. 14.23

    παρὰ Βοιβιάδος κρημνοῖσιν P. 3.34

    Καφισοῦ παρ' ὄχθαιςP. 4.46 παρὰ καλλιχόρῳ ναίοισι πόλι Χαρίτων ( καλλίχορον πόλιν Theon) P. 12.26 παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ (Tricl.: πὰρ codd.) N. 2.19

    Παλίου δὲ πὰρ ποδί N. 4.54

    [ παρὰ Κασταλίᾳ τε (v. l. Κασταλίαν) N. 6.37]

    τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων N. 6.55

    Κρονίου πὰρ τεμένει N. 6.61

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε N. 9.34

    Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ N. 10.18

    ( χαλκὸν)

    Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.48

    ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται N. 10.55

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου N. 11.24

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ πὰρ Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    Καίκου παρ' ὄχθαις I. 5.42

    παρ' εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις I. 6.76

    παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ I. 8.19

    Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν I. 8.35

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    I with, by the side of, among

    παρὰ μὲν τιμίοις θεῶν O. 2.65

    ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις P. 2.25

    παρὰ τυραννίδι P. 2.87

    καὶ θεοὶ δαίσαντο παρ' ἀμφοτέροις P. 3.93

    σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν P. 4.1

    παρὰ ματρὶ μένειν P. 4.186

    Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    ( Ὑπερβορέων),

    παρ' οἷς ποτε Περσεὺς ἐδαίσατο λαγέτας P. 10.31

    γάμον δαίσαντα πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72

    νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58

    σεμνᾷ μὲν κατάρχει Ματέρι πὰρ μεγάλᾳ ῥόμβοι τυπάνων Δ. 2.. παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος i. e. in their country Θρ. 7. 7.
    II met., with καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός in the opinion of P. 2.72 κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ γνώμαν πιθών, πάντα ἰσάντι νόῳ in the judgement of P. 3.28

    αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὔτ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87

    4
    b fragg.

    τὶν μὲν [πά]ρ μιν[ ] ἐμὶν δὲ πὰ[ρ] κείνοι[ς Πα. 1. 1 ]ν πάρα Pae. 22.9

    νέ]μομαι παρὰ[ fr. 215b. 9.

    Lexicon to Pindar > πάρ

  • 13 ἵζω

    ἵζω, imper. ἵζε (not ἷζε) Od.24.394, E.Hec. 145 (anap.): [tense] impf.
    A

    ἷζον Il.20.15

    , E.Alc. 946, [dialect] Ion.

    ἵζεσκον Od.3.409

    : [tense] aor.

    εἷσα Il.23.359

    , Hdt. 3.61, IG3.701, Hymn.Is.5, etc.; imper.

    εἷσον Od.7.163

    codd.; part.

    ἕσας 10.361

    , Cyren. acc. ἕσσαντα (v. infr.); inf.

    ἕσσαι Pi.P.4.273

    (the only tenses in Hom.): [tense] aor.

    ἵζησα D.C.50.2

    , 58.5, etc.: [tense] pf. ἵζηκα ([etym.] ἐν-) Gal.2.691, 15.452, ([etym.] συν-) Philostr.Im.2.20:—[voice] Med., v. infr. 1 and 111, and cf. ἕζομαι.—Mostly in Poets and late Prose, the [dialect] Att. Prose form being καθίζω: (Redupl. si-sd-ō, [tense] aor. (augmented) e-sed-s-, cf. ἕζομαι, ἑδος):
    I causal, make to sit, seat, place, set,

    μή μ' ἐς θρόνον ἵζε Il.24.553

    , cf. Hdt.3.61;

    βουλὴν ἷζε Il.2.53

    ;

    ἵζει μάντιν ἐν θρόνοις A.Eu.18

    ; ὅς μ' ἐπὶ βουσὶν εἷσ' set me over the oxen, Od.20.210; σκοπὸν εἷσε set as a spy, Il.23.359; λόχον εἷσαν laid an ambush, 4.392; εἷσεν δὲ (v.l. δ' ἐν) Σχερίῃ settled [them] in Scheria, Od.6.8, cf. Il.2.549;

    ἐπὶ χώρας ἕσσαι Pi.P.

    l.c.;

    ἐπὶ τὸ δεῖπνον ἵζειν τοὺς βασιλέας Hdt.6.57

    ; ἕσσαντα ἐπὶ τῷ ὠδῷ having caused (the suppliant) to sit on the threshold, Berl.Sitzb.1927.170 ([place name] Cyrene): rare in Trag., σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημ ' for thou didst throne her in this pride, S.OC 713 (lyr.).
    2 later in [tense] aor. 1 [voice] Med. εἱσάμην, [ per.] 3sg.

    εἵσατο IG12(5).615

    (Iulis, v B.C., written εσατο), 2.1298.4 (ii B.C.), 1336.1 (ii B.C.):— set up and dedicate temples, statues, etc. in honour of gods, Thgn.12, Hdt.1.66;

    τέμενος ἕσσαντο Pi.P.4.204

    ;

    ἕσσατο βωμόν Id.Oxy.408.37

    : [dialect] Dor. [ per.] 3sg.

    hίσατο IG9(1).704

    (Corc., vi B.C.), ἵσσατο ib.4.569 ([place name] Argos); [ per.] 3pl. [

    ἥ]σσαντο BCH33.171

    (ibid., iii B.C.); part.

    ἑσσάμενος IG4.840.7

    , 841.23 (Calauria, iii B.C.): [dialect] Att. part. prob. ἑσάμενος, θυσίας τὰς πατρίους τῶν ἑσαμένων (ἑσς-, ἐσς-, εἰς- codd.)..

    ἀφαιρήσεσθε Th.3.58

    ; later

    εἱσάμενος IG22.1364

    (i A.D.), Plu.Them. 22, Thes.17, Pyrrh.1, Luc.Syr.D.1, also Hdt.1.66 codd.: late [tense] fut.

    εἵσομαι ἱερόν A.R.2.807

    .
    II intr., sit, sit down, Il.2.96, 792, etc.; ἷζε ἐν μέσσοισι he sat in the midst, 20.15;

    ἵζειν ἐς θρόνον Od.8.469

    , Hdt.5.25;

    ἐς θᾶκον S.Ant. 1000

    ;

    ἐπὶ θρόνου Il.18.422

    , cf. Od.17.339; ἐπὶ [λίθοισιν] 3.409;

    ἐπ' ἄκριας ἠνεμοέσσας 16.365

    ; ἐπὶ κώπην, of rowers, Ar.Ra. 199;

    ἐπὶ κώπᾳ πηδαλίῳ τε E.Alc. 441

    (lyr.);

    ἐπὶ τοὺς νεώς Epicr.3.12

    ;

    νέφεσσι.. Ὀλύμποιο.. ἵζων Ζεύς Pi.Pae.6.93

    : c. acc. loci,

    ἵζειν θρόνον A.Ag. 982

    (lyr.);

    βωμόν E. Ion 1314

    : c. acc. cogn.,

    ἵ. κλωπικὰς ἕδρας Id.Rh. 512

    .
    2 sit still, be quiet, h.Merc.457 (dub.).
    III [voice] Med. in signf. 11, sit,

    πάροιθ'.. ἵζευ ἐμεῖο Il.3.162

    ;

    Διὸς.. ποτὶ βωμὸν ἑρκείου ἵζοιτο Od.22.335

    ;

    ἱσσάμενος ἐπὶ τῷ δαμοσίῳ ἱαρῷ Berl.Sitzb.1927.169

    ([place name] Cyrene); late [tense] fut.

    εἵσεται Phylarch.44J.

    : [dialect] Dor. [tense] pres. imper.

    ἵσδευ

    Papers of Amer.Sch.at Athens

    3

    No. 437 ([place name] Pisidia); lie in ambush,

    ἔνθ' ἄρα τοί γ' ἵζοντ' Il.18.522

    ; freq. of an army, take up a position,

    ἵζεσθαι ἀντίοι τινί Hdt.9.26

    ; ἵζεσθαι ἐν τῷ Τηϋγέτῳ, ἐς τὸ Τηΰγετον, Id.4.145, 146; ἐν τῷ Ἰσθμῷ, ἐς τὸν Ἰσθμόν, Id.8.71; of a fleet, Id.6.5: generally

    ἐς ἱρὸν Ἀφροδίτης Id.1.199

    ;

    ἐς τὰ πρόθυρα Id.3.140

    ; in Trag.,

    ἐν ἁγνῷ ἵζεσθε A.Supp. 224

    ;

    ἐς θρόνους E. Ion 1618

    : c. acc.,

    ἵζεσθαι κρήνας Id.IA 141

    (lyr.).
    2 of things, settle down, subside,

    ἡ νῆσος ἱζομένη Pl.Ti. 25c

    .

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἵζω

  • 14 ἜΔΩ

    ἜΔΩ, sedere, vgl. ἕδος, ἕδρα; dav. act. aor. εἷσα, imper. εἷσον Od. 7, 163, partic. ἕσας 10, 361. 14, 280, vgl. ἀνέσαιμι, ἀνέσαντες, sp. D. auch εἵσας, inf. auch ἐφέσσαι, wie ἐπὶ χώρας ἕσσαι Pind. P. 4, 273; ich setzte, hieß sitzen; τινὰ ἐν κλισμοῖσι, κατὰ κλισμούς, ἐς ϑρόνον, ἐπὶ ϑρόνου; Hom. εἷσέ μ' ἐπὶ βουσί, er setzte mich über die Rinder, Od. 20, 210; σκοπὸν εἷσε, er stellte einen Späher an, Il. 23, 359; λόχον εἷσαν, sie legten einen Hinterhalt, 4, 392; δῆμον εἷσεν ἐν Σχερίῃ, er ließ das Volk sich ansiedeln, Od. 6, 8; κὰδ δ' ἐν Ἀϑήνῃς εἷσεν Il. 2, 549. So Her. εἷσε ἄγων εἰς ϑρόνον, 3, 61. Seltener bei Att.; σὺ γάρ νιν εἰς τόδ' εἷσας αὔχημα Soph. O. C. 717, ch., du hast die Stadt zu diesem Glanz erhoben. – Med. ἕζομαι, sich setzen, sitzen, praes. u. imperf. Hom. oft, gew. ἐν λέκτρῳ, κλισμῷ u. ä.; ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε ϑρόνους τε Od. 3, 389; ἕζεο τῷδ' ἐπὶ δίφρῳ Il. 6, 354; ἐπὶ χϑονὶ ἑζέσϑην, sie senkten sich dem Boden zu, von der schweren Wagschaale, 8, 74; εἴς τινα τόπον, Mimn. fr. 12; ἀμφὶ κλάδους ἑζομένα Eur. Phoen. 1516; ἐπὶ σεμνὸν βάϑρον Soph. O. C. 100; ἐπὶ βάρβαρον ἑζομένη πέταλον Ar. Ran. 682; c. accus., ἡ δὴ τὸ μητρὸς δευτέρα τόδ' ἕζετο μαντεῖον Aesch. Eum. 3; ϑοὸν εἰρεσίας ζυγὸν ἑζόμενος Soph. Al. 244; vgl. Eur. Hel. 1573; δελφἶνι, auf dem Delphin, Nonn. D. 1, 73. Vgl. das in Prosa allein übliche καϑέζομαι. – Aor. εἱσάμην, fut. εἵσομαι, Hom. nur ἐφέσσομαι, wohin man auch ἐπὶ νηὸς ἐέσσατο Od. 14, 295 rechnet; ich gründete, bau'te (für mich); ἱρόν Her. 1, 66, wie Plut. Them. 22; τῶν ἑσσαμένων (v. l. εἱσαμένων u. ἑσαμένων, sc. ἱερα) καὶ κτισάντων Thuc. δ, 58, wo der Schol. ἷδρυσαμένων erkl.; ἕσσαντο τέμενος Pind. P. 4, 204; Ἄρτεμι, ἣν Ἀγαμέμνων εἵσατο Theogn. 12; εἵσομαι ἱερόν Ap. Rh. 2, 807; βωμὸν εἵσατο 4, 119; λαόν, wie das act., 3, 1186. 4, 550; εἵσεται, er wird sich setzen, καὶ κατακλιϑήσεται vrbdt Phylarch. Ath. IV, 142 c. – Perf. ἧμαι, s. unten bes.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἜΔΩ

  • 15 καί

    καί particle,
    1 and, also, even A copulative.
    1 joining finite verbs,
    a with change of subject.

    ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28

    , O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53
    b with no change of subject.

    διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51

    , O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.
    c in subord. cl.,

    ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42

    πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59

    κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57

    ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100

    θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50

    εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63

    P. 9.46—9.

    ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25

    , N. 3.34

    ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61

    αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15

    Pae. 6.50 irregularly coordinated;

    φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97

    εὐθύ-

    γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87

    —8.

    νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9

    πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52

    d introducing question.

    ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99

    καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98
    2 joining grammatically similar words.
    a two nouns.

    Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27

    ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74

    κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21

    Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27

    χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25

    ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1

    Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8

    Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9

    Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59

    παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17

    Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38

    ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44

    τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84

    κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10

    ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14

    κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56

    τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82

    σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3

    Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15

    βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80

    ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6

    Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18

    κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7

    Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53

    ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54

    παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83

    αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115

    Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1

    κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28

    ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46

    ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68

    κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58

    ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90

    Νέστορα καὶ

    Λύκιον Σαρπηδόν P. 3.112

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68

    Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέP. 4.89 πὰρ Χαρικλοῦς καὶ ΦιλύραςP. 4.103 λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶP. 4.108

    Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126

    ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190

    ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206

    ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225

    Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280

    πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53

    ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64

    νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26

    γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58

    λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97

    θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασινP. 9.30 τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθουςP. 9.45 ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖςP. 9.47 ὥραισι καὶ ΓαίᾳP. 9.60 νέκταρ καὶ ἀμβροσίανP. 9.63 Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ ΝόμιονP. 9.64—5.

    οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84

    νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88

    δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124

    πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42

    χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25

    οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61

    Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54

    τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69

    δῶρα καὶ κράτος N. 4.68

    ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7

    υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12

    ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30

    αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73

    χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8

    Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16

    ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

    φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39

    Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50

    Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53

    Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2

    λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7

    πάλᾳ καὶ

    μεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21

    ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23

    παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25

    πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51

    Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20

    χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60

    δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62

    νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5

    ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38

    Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40

    Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27

    Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32

    χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42

    ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45

    στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14

    νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93

    ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131

    Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66

    Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
    b two adjs.

    ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55

    πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63

    ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94

    [ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]

    κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38

    πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7

    εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22

    γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101

    ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27

    esp., two numerals,

    πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46

    ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10

    τεσσαράκοντα καὶ

    ὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113

    τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.
    c two participles.

    ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24

    ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52

    δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71

    θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16

    cf. O. 6.20
    d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμενP. 4.166 χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.

    ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18

    κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55

    e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲP. 4.141

    ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55

    εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21

    f two adverbs.

    πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23

    3 in enumeration.
    a A καὶ B καὶ C ( καί...)

    λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47

    νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69

    πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62

    γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90

    Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25

    —7.

    χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47

    —8.

    ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64

    ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.
    b A καὶ B C τε ( καί...)

    Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39

    καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42

    Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61

    ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12

    τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18

    πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99

    —100.
    4 καί καί, bothand

    καὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90

    καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23

    καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94

    ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνοςP. 4.152

    κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53

    καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7

    καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41

    μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23

    εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,

    καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83

    καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,

    πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67

    5 with intensifying force.

    οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20

    τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43

    τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.165
    6 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.
    1

    Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18

    τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79

    ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16

    εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34

    πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10

    τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53

    Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78

    ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37

    αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14

    Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93

    Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55

    μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65

    τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5

    γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14

    κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59

    παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶνP. 4.13 Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ ΣαλμωνεῖP. 4.142

    ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174

    θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117

    βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3

    ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6

    λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31

    πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22

    ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποιςP. 9.40

    τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24

    εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45

    τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30

    εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32

    λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57

    Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50

    Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18

    Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46

    εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9

    ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48

    σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62

    χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32

    γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31

    Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38

    Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42

    θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83

    ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29

    κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11

    τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51

    γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55

    Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.

    δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10

    ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62

    Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2

    ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.

    γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25

    τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51

    Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4

    ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132

    μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2

    σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.

    τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83

    ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)

    Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17

    τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, bothand, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104

    ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17

    ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42

    once joining finite verbs,

    ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19

    —20. irregularly coordinated,

    ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18

    συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33

    —6.

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24

    —5.

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30

    Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4

    [ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.45
    2 in enumeration.
    a A τε καὶ B C

    τε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8

    μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάνταςP. 4.148

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101

    —2.

    ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4

    ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60

    —1.

    τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9

    Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75

    κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.
    b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷςP. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.
    c μέν τε καί, v.

    μέν τε O. 4.14

    C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.
    1 καί means even.

    καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31

    ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31

    [ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]

    ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16

    ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25

    αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31

    τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25

    τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

    δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.

    ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84

    σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87

    σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52

    εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87

    ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54

    ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265

    ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272

    αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279

    κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95

    ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57

    ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36

    κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23

    ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizes

    κάματον N. 8.50

    ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42

    τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2

    ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31

    ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15

    ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60

    ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21

    εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.25
    2 where καί means also.

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37

    ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45

    Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94

    ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35

    Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58

    ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36

    ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64

    σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13

    ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28

    ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15

    ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17

    ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32

    σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7

    ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32

    καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξN. 10.77

    ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40

    ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63

    ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65

    κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44

    ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54

    πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51

    ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59

    ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65

    θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.
    3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.
    a emphasizing subs., adj.

    καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28

    σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2

    φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47

    ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,

    ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44

    ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156

    ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79

    λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17

    αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59

    κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21

    other exx. under c. α. infra.
    b preceding demonstrative.

    εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86

    καὶ

    τόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277

    ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44

    I relative.

    Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107

    θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50

    οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    οἵτε καὶ P. 3.89

    ἔνθα καὶ P. 4.253

    ὃ καὶ P. 5.63

    [ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]

    ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1

    ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34

    τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36

    οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18

    πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12

    ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23

    ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25

    τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

    ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23

    ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49

    ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.
    II demonstrative.

    τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17

    τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56

    τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5

    τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61

    cf. I. 8.26
    d with temporal adv.

    τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39

    καὶ τότε γνοὺς P. 3.31

    μετὰ καὶ νῦν P. 4.64

    cf. I. 8.61

    καὶ νῦν N. 5.43

    [ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦν
    e emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.

    ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47

    εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέωP. 9.50

    πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97

    γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

    οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.
    f with dependent infinitive phrase.

    γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53

    πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105

    ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.38
    4 in comparisons.
    a

    ὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7

    ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91

    b

    οὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93

    καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42

    c

    οἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20

    τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6

    d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99

    ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3

    , cf. P. 10.67 D in combination with other particles.
    a where καί means even

    φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25

    κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12

    βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15

    θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.
    b where καί means also

    ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14

    δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53

    ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77

    οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68

    ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87

    τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55

    τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26

    μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20

    τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.

    πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.

    108.

    ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74

    πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43

    ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25

    τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28

    ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18

    μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71

    αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32

    κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1

    διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23

    μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35

    τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1
    c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated from

    καί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89

    2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:

    ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28

    ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186

    ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102

    ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:

    ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26

    θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)

    ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31

    ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30

    2 irregular position of καί. dub. exx.
    a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]
    b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.

    κἀσόφοις O. 3.45

    κἀγοραὶ O. 12.5

    χὠπόταν χὤταν P. 2.87

    —8.

    κοὔ P. 4.151

    τε κἀγαθῷ P. 8.100

    κἀνθρώποις P. 9.40

    χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46

    —8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.

    καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8

    ]καί ποτε[ Pae. 6.73

    ]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]

    καὶ χ[ Pae. 10.2

    ]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10

    καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]

    τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9

    ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4.

    Lexicon to Pindar > καί

  • 16 τίθημι

    τίθημι (Hom.+) and its by-form τιθέω (Hv 1, 1, 3 and 2, 1, 2 as historical present; B-D-F §321; s. Rob. 318); impf. 3 sg. ἐτίθει, 3 pl. ἐτίθεσαν Mk 6:56 and ἐτίθουν as v.l.; Ac 3:2; 4:35; Hv 3, 2, 7 (B-D-F §94, 1; Mlt-H. 202); fut. θήσω; 1 aor. ἔθηκα (B-D-F §95, 1; Rob. 308; 310); 2 aor. subj. θῶ, impv. 2 pl. θέτε, inf. θεῖναι, ptc. θείς; pf. τέθεικα.; plpf. ἐτεθείκει (Just., D. 78, 5). Mid.: fut. θήσομαι; 2 aor. ἐθέμην. Pass.: fut. 3 pl. τεθήσονται Jer 13:16; 1 aor. ἐτέθην; pf. τέθειμαι, ptc. τεθειμένος (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 130, 18 p. 401, 3 Jac.) J 19:41; Hs 9, 15, 4 (on the pf. s. B-D-F §97, 2). The middle is gener. not different in mng. fr. the act. (B-D-F §316, 1; s. Rob. 804f). The semantic boundaries of this multivalent verb are quite flexible.
    to put or place in a particular location, lay, put
    act. and pass.: gener.
    α. w. acc. lay (away), set up, put (away) ποῦ τεθείκατε αὐτόν; where have you laid him? J 11:34 (as early as Hom. τιθέναι has the special sense lay away, bury); cp. Mk 16:6; J 19:42; 20:2, 13, 15. Pass. (ApcMos 42 ποῦ μέλλοι τεθῆναι τὸ σῶμα αὐτῆς) Mk 15:47; Lk 23:55. ὅπου ἦν τεθείς GPt 12:51. λίθον Ro 9:33 (Is 28:16 ἐμβαλῶ); 1 Pt 2:6; pass. B 6:2. θεμέλιον lay a foundation Lk 14:29; 1 Cor 3:10f (in imagery).—Of stones ἐξώτεροι ἐτέθησαν they were placed on the outside Hs 9, 8, 3; 5a (cp. c); 7. ἐν ἰσχύι τέθεικεν τὴν σάρκα αὐτοῦ κύριος the Lord (God) has set his (Christ’s) flesh in strength B 6:3a; cp. b (Is 50:7).
    β. w. the acc., oft. supplied fr. the context, and a prepositional expr. closely related to the verb (Herodas 4, 34 τιθέναι εἰς τοὺς λίθους ζοήν [ sic]) εἰς κρύπτην put someth. in a cellar Lk 11:33. εἰς μνημεῖον lay in a tomb Ac 13:29; cp. Rv 11:9. Of stones τιθ. εἰς τ. οἰκοδομήν put into the building Hv 3, 2, 7. Pass. Hs 9, 4, 5; 9, 6, 8; cp. 9, 5, 4. Opp. ἐκ τῆς οἰκοδομῆς ἐτέθησαν they were put out of the building 9, 8, 1. ἔμπροσθέν τινος GPt 4:12. ἔν τινι (Gen 50:26; Jos., Ant. 14, 124; TestJob 20:9): ἐν μνημείῳ Mt 27:60; cp. Mk 6:29; 15:46; Lk 23:53; Ac 7:16. Pass. J 19:41.—Mk 6:56; Ac 9:37. ἐνώπιόν τινος (1 Km 10:25) Lk 5:18. ἐπί τινος (X., Cyr. 8, 8, 16; Ezk 40:2; JosAs 3:11; Jos., Ant. 6, 15) 8:16b; J 19:19; Ac 5:15; Rv 10:2; GPt 3:8; 6:21; 12:53. ἐπί τινι 8:32. ἐπί τι (Ps 20:4; 1 Km 6:8; TestAbr B 5 p. 109, 18 [Stone p. 66]; JosAs 16:11; ParJer 9:32; Mel., P. 14, 90) Mk 4:21b; Lk 6:48 (θεμέλιον; s. α above); 2 Cor 3:13. Esp. τὰς χεῖρας ἐπί τι or ἐπί τινα (cp. Ps 138:5) Mk 8:25 v.l.; 10:16: τὴν δεξιάν Rv 1:17. θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπʼ αὐτόν Mt 12:18 (=ἔδωκα Is 42:1; τ. τὸ πνεῦμα as Is 63:11). παρά τι (Plut., Mor. 176e; 3 Km 13:31) Ac 4:35, 37 v.l.; 5:2. πρός τι (JosAs 8:4 πρὸς τὸ στῆθος) 3:2; 4:37. ὑπό τι Mt 5:15; Mk 4:21; cp. 1 Cor 15:25 (s. 5aα). ὑποκάτω τινός (Jer 45:12) Lk 8:16a.—Mt 22:44 (Ps 109:1); Mk 12:36.
    special expressions
    α. act. explain in what figure of speech can we present (the Reign of God)? (i.e., how shall I put it?) Mk 4:30.
    β. act. take off, give up in Joh. lit. take off, remove τὰ ἱμάτια (Hdt 1, 10, 1 τ. τὰ εἵματα; cp. Herodas 5, 62; Plut., Alc. 195 [8, 2]; Jos., Bell. 1, 390 τ. τὸ διάδημα and s. ἱμάτιον 3) J 13:4. τὴν (ἑαυτοῦ) ψυχήν lay down or give (up) one’s life 10:11 and 15 (both v.l. δίδωμι), 17, 18ab (ApcSed 1:5 τὴν ψυχὴν θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων; EFascher, Z. Auslegg. v. J 10:17, 18: Deutsche Theol. ’41, 37–66); 13:37f; 15:13; 1 J 3:16ab (Appian, Bell. Civ. 4, 68 §289 δεξιάς; SibOr 5, 157 τ. simply=δίδωμι).
    γ. act. show deference to τιθέναι τὰ γόνατα (σοι γόνυ τίθημι γαίᾳ Eur., Troad. 1307; also in Lat.: genua ponere Ovid, Fasti 2, 438; Curt. 8, 7, 13; B-D-F §5, 3b) bend the knee, kneel down Mk 15:19; Lk 22:41; Ac 7:60; 9:40; 20:36; 21:5; Hv 1, 1, 3; 2, 1, 2.
    δ. act. place before someone, serve (X., Mem. 3, 14, 1; JosAs 15:14 τράπεζαν καὶ ἄρτον Just., A I, 66, 4) οἶνον J 2:10 (Bel 11 Theod. οἶνον θές).
    ε. act. and mid. have (in mind) θέτε ἐν ταῖς καρδίαις w. inf. foll. make up (your) minds Lk 21:14. Mid. ἔθεντο ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν they kept in mind (the obj. acc. is supplied by the immediate context) Lk 1:66 (1 Km 21:13). The same expr.= come to think of someth., contrive someth. in one’s mind 21:14 v.l.; Ac 5:4. Likew. ἔθετο ὁ Παῦλος ἐν τῷ πνεύματι w. inf. foll. Paul resolved 19:21. θέσθε εἰς τὰ ὦτα ὑμῶν τοὺς λόγους τούτους Lk 9:44.
    ζ. act. and mid. effect someth., arrange for someth. τ. ἐπί τινος foll. by the acc. and inf. ordain by means of someone that … B 13:6.—τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει (μέρος 2) Mt 24:51; cp. Lk 12:46. Mid. w. acc. (GrBar 2:1 [of God]; Appian, Bell. Civ. 2, 106 §442 εὐχὰς τίθεσθαι=offer prayers) βουλήν reach a decision (βουλή 2a) Ac 27:12.
    η. mid. put (in custody) τίθεσθαί τινα ἐν τηρήσει Ac 5:18; ἐν (τῇ) φυλακῇ (Gen 41:10; 42:17) Mt 14:3 v.l.; Ac 5:25; εἰς φυλακήν (PPetr II, 5a, 3 [III B.C.]) 12:4; εἰς τήρησιν (w. the acc. easily supplied) 4:3. ἐν σωτηρίῳ place in safety, cause to share salvation (w. acc. to be supplied) 1 Cl 15:6 (Ps 11:6).
    θ. act. provide (an example) ὑπόδειγμά τινος τιθ. set up an example of someth. 2 Pt 2:6 (cp. Jos., Ant. 17, 313 παράδειγμα τῆς ἀρετῆς τιθέναι). Those persons are added, in the dat., to whose advantage or disadvantage the example is given: τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ Ro 14:13 (πρόσκομμα 2b). σκοπὸν τοῖς νέοις θήσομεν 2 Cl 19:1.
    act. to lay aside/deposit (money), put aside, store up, deposit a t.t. term of commercial life (Demosth. 52, 3 ἀργύριον al.; Hyperid. 5, 4; Theocr., Epigr. 14, 2; Plut., Mor. 829b; pap) opp. αἴρειν you withdraw what you did not deposit Lk 19:21; cp. vs. 22. ἕκαστος παρʼ ἑαυτῷ τιθέτω each one is to put aside at home 1 Cor 16:2.
    to assign to some task or function, appoint, assign
    τιθέναι τινὰ εἴς τι place/appoint someone to or for ( to function as) someth. (for the construction cp. Ael. Aristid. 53 p. 636 D.: τοὺς οὐκ ὄντας νόμους εἰς νόμους τ.) τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν Ac 13:47 (Is 49:6); pass.: εἰς ὸ̔ ἐτέθην ἐγὼ κῆρυξ 1 Ti 2:7; 2 Ti 1:11. Also τιθ. τινὰ ἵνα appoint someone to … J 15:16.
    mid. τίθεσθαι τινὰ εἴς τι appoint someone to or for someth. Dg 6:10. W. acc. easily supplied 1 Ti 1:12.
    establish, give, of a law (τιθέναι νόμον since Soph., El. 580; IAndrosIsis, Kyme 4; the mid. τίθεσθαι νόμον since Hdt. 1, 29. Both oft. in Pla.; likew. Diod S 5, 83, 5, where the act. as well as the mid. is used of law. The act. also EpArist 15; Jos., C. Ap. 1, 316, Ant. 16, 1; Ath. 34, 2. The mid. also Appian, Bell. Civ. 3, 55 §228; Jos., C. Ap. 1, 269; 2, 273; Ar. 13, 7) only in the pass. (as Pla., Leg.; 4, 705d al.; Jos., C. Ap. 2, 184; Just., D. 11, 2; Ath. 33, 1) ὁ νόμος ἐτέθη Gal 3:19 D.
    mid. w. acc. fix, establish, set καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο times which the Father has fixed Ac 1:7. θέμενος ἐν ἡμῖν τὸν λόγον τῆς καταλλαγῆς as he established among us the word of reconciliation (=entrusted to us … ; cp. Ps 104:27 ἔθετο ἐν αὐτοῖς τ. λόγους) 2 Cor 5:19. ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη God has arranged the parts of the body 1 Cor 12:18.
    to cause to undergo a change in experience/condition, make, consign
    act. or pass., either w. a double acc. of the obj. and of the pred. (Hom.+; X., Cyr. 4, 6, 3; Lucian, Dial. Marin. 14, 2; Aelian, VH13, 6; Lev 26:31; Is 5:20; Wsd 10:21; Jos., Ant. 11, 39) or in the form τιθέναι τινὰ εἴ τι (cp. 3a).
    α. make someone ὸ̔ν ἔθηκεν κληρονόμον πάντων Hb 1:2. πατέρα πολλῶν ἐθνῶν τέθεικά σε Ro 4:17 (Gen 17:5). ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου until I make your enemies a footstool for your feet (Ps 109:1): Mt 22:44 v.l.; Lk 20:43; Ac 2:35; Hb 1:13; the same quotation introduced with ἄχρι οὗ θῇ 1 Cor 15:25; pass. Hb 10:13 (on this expr. cp. Plut., Mor. 1097c [HAlmqvist, Pl. u. das NT ’46, 104]). Consign, act. εἰ κόλασιν 1 Cl 11:1; pass. of those who refuse to believe the word εἰ ὸ̔ καὶ ἐτέθησαν 1 Pt 2:8; of Paul’s obligation to accept his destiny at Rome εἰς τοῦτο γὰρ ἐτέθην AcPl Ha 7, 15. Cp. 3a.
    β. make someth. (Mimnermus 1, 10 D.2 cause someth. to become someth. [adj.]: ‘God has made old age vexatious’) ἀδάπανον θήσω τὸ εὐαγγέλιον 1 Cor 9:18.
    mid. w. a double acc. make someone someth. (Appian., Illyr. 13 §37 φίλον τίθεσθαί τινα; schol. on Pind., O. 1, 58b; 2 Macc 5:21; Ath. 12, 2. S. also Tyrtaeus [VII B.C.] 8, 5 D.3 of the man who is called upon to hate his own life [in battle]: ἀνὴρ ἐχθρὴν ψυχὴν θέμενος) Ac 20:28 (CClaereboets, Biblica 24, ’43, 370–87); 1 Cor 12:28. τίθεσθαι τινὰ εἲ τι consign someone to someth. ὀργήν 1 Th 5:9.—B. 832. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τίθημι

  • 17 εἰρήνη

    εἰρήνη, ης, ἡ (s. εἰρηνεύω; Hom.+; εἰρ. and related terms are common in astr. texts, e.g. Cat. Cod. Astr. IX/2 p. 173, 21; 175, 10)
    a state of concord, peace, harmony
    between governments opp. πόλεμος IEph 13:2. ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην asks for terms of peace Lk 14:32 (cp. TestJud 9:7 αἰτοῦσιν ἡμᾶς τὰ πρὸς εἰρήνην; Anna Comn., Alex. 8, 5 ed. R. II p. 12, 17 τὰ περὶ εἰρήνης ἐρωτῶντες.—It is also poss. to transl. inquires about his health like ἐρωτ. [τὰ] εἰς εἰρήνην=שָׁאַל לְשָׁלוֹם 2 Km 8:10; 11:7; s. HThackeray, JTS 14, 1913, 389–99; Helbing, Kasussyntax 40); ἐν εἰ. εἶναι (Aristot., Mirabilia 119, 842a 2) be in peace, out of danger Lk 11:21. λαμβάνειν τὴν εἰ. ἔκ τινος take peace away fr. someth.=plunge it into a state of war Rv 6:4.—Ac 24:2. Of those who are fighting αἰτεῖσθαι εἰ. ask for peace (Anonym. Alex.-gesch. [II B.C.]: 151 Fgm. 1, 5 Jac.) Ac 12:20.
    harmony in personal relationships peace, harmony w. ὁμόνοια (Chrysipp.: Stoic. II 1076; Diod S 16, 60, 3; Dio Chrys. 21 [38], 14; 22 [39], 2; SIG 685, 13 [139 B.C.]; Jos., Ant. 4, 50) 1 Cl 60:4; 61:1; 63:2; w. πραΰτης 61:2; opp. ὀργή D 15:3; opp. μάχαιρα Mt 10:34, cp. Lk 12:51. συναλλάσσειν εἰς εἰ. pacify Ac 7:26; σύνδεσμος τῆς εἰ. Eph 4:3. βασιλεὺς εἰρήνης king of peace (as transl. of Salem; cp. Philo, Leg. All. 3, 79) Hb 7:2. Of the Christian community εἰ. ἔχειν have peace, rest (fr. persecution, as Ac 14:2 v.l.; for the phrase s. Diod S 11, 72, 1; cp. Jos., Bell. 2, 401) Ac 9:31; εἰ. βαθεῖα (Ath. 1, 3 [opp. διώκεσθαι]; s. βαθύς 3a) 1 Cl 2:2. ὁδὸς εἰρήνης the way of peace, that leads to peace Ro 3:17 (Ps 13:3; Is 59:8); Lk 1:79. μετʼ εἰρήνης peaceably (Diod S 3, 18, 7; Vi. Aesopi W 97 P. μετʼ εἰρήνης ζῆν; EpJer 2; 1 Esdr 5:2; 1 Macc 12:4, 52 al.; Jos., Ant. 1, 179; 8, 405) Hb 11:31; ποιεῖν εἰ. make peace (Hermocles [IV/III B.C.]: Anth. Lyr. II p. 250, 21 [p. 174, 21 Coll. Alex.=Athen. 6, 253e] πρῶτον μὲν εἰρήνην ποίησον, φίλτατε.—ἐπί τινα Iren. 4, 40, 1 [Harv. II 301, 9]) Ac 14:2 v.l.; Eph 2:15; οἱ ποιοῦντες εἰ. those who make peace Js 3:18. βούλεσθαι εἰ. (Pr 12:20) wish for peace 1 Cl 15:1. διώκειν strive toward peace (w. δικαιοσύνη, πίστις, ἀγάπη) 2 Ti 2:22; Gal 5:22; 1 Cl 22:5 (Ps 33:15). εἰ. διώκειν μετὰ πάντων strive to be at peace w. everyone Hb 12:14 (cp. Epict. 4, 5, 24 εἰ. ἄγεις πρὸς πάντας). τὰ τῆς εἰ. διώκειν strive after peace Ro 14:19; ζητεῖν εἰ. 1 Pt 3:11 (Ps 33:15); cp. 2 Cl 10:2. τὰ πρὸς εἰ. what makes for peace Lk 19:42. W. ἀσφάλεια 1 Th 5:3; w. ἀγάπη B 21:9; 1 Cl 62:2. ἀπέστη ἡ εἰ. peace has disappeared 1 Cl 3:4 (cp. δαίμονας … τὴν εἰ. ταράσσοντας Orig., C. Cels. 8, 73, 29). πρόσωπον εἰρήνης ἔχειν maintain a facade of peace Hv 3, 6, 3; εἰ. ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς have peace within one’s group 3, 5, 1.
    good order opp. ἀκαταστασία 1 Cor 14:33; cp. 7:15, and 1 Cl 20:1, 9ff.
    a state of well-being, peace
    corresp. to Hebr. שָׁלוֹם welfare, health (WCaspari, Vorstellung u. Wort ‘Friede’ im AT 1910, esp. p. 128ff) in a farewell greeting: ὑπάγειν ἐν εἰ. go in peace, approx. equiv. to ‘keep well’ Js 2:16; also πορεύεσθαι ἐν εἰ. (Judg 18:6 B; 2 Km 3:21) Ac 16:36; ὑπάγειν εἰς εἰρήνην Mk 5:34; πορεύεσθαι εἰς εἰ. (1 Km 1:17; 20:42; 29:7; Jdth 8:35) Lk 7:50; 8:48. προπέμπειν τινὰ ἐν εἰ. send someone on the way in peace 1 Cor 16:11 (cp. Vi. Aesopi I, 32 p. 297, 1 Eberh. ἐν εἰρήνῃ ἀπέστειλεν [αὐτόν]). ἐν εἰ. μετὰ χαρᾶς ἀναπέμψατε send back in peace w. joy 1 Cl 65:1. ἀπολύειν τινὰ μετὰ εἰρήνης send someone away w. a greeting of peace Ac 15:33 (cp. Gen 26:29; Jos., Ant. 1, 179). In the formula of greeting εἰ. ὑμῖν=שָׁלוֹם לָכֶם (cp. Judg 6:23; 19:20; Da 10:19 Theod.; Tob 12:17) Lk 24:36; J 20:19, 21, 26. εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ peace to this house Lk 10:5; cp. vs. 6 (WKlassen, NTS 27, ’81, 488–506); Mt 10:12 v.l., 13 (on εἰ. ἐπί w. acc. cp. Is 9:7; Ps 84:9). In epistolary closure καὶ ἔστω μεθʼ ὑμῶν εἰρήνη peace be w. you AcPlCor 2:40.—A new and characteristic development is the combination of the Greek epistolary greeting χαίρειν with a Hebrew expression in the Pauline and post-Pauline letters χάρις καὶ εἰρήνη (s. χάρις 2c) Ro 1:7; 1 Cor 1:3; 2 Cor 1:2; Gal 1:3; Eph 1:2; Phil 1:2; Col 1:2; 1 Th 1:1; 2 Th 1:2; Tit 1:4; Phlm 3; Rv 1:4. (χάρις, ἔλεος, εἰρήνη) 1 Ti 1:2; 2 Ti 1:2; 2J 3. (χάρις καὶ εἰ.—or w. ἔλεος—πληθυνθείη, cp. Da 4:1; 4:37c LXX; 6:26 Theod.) 1 Pt 1:2; 2 Pt 1:2; Jd 2; 1 Cl ins; Pol ins; MPol ins; cp. Gal 6:16; Eph 6:23; 2 Th 3:16; 1 Pt 5:14; 3J 15; ISm 12:2; B 1:1 (χαίρετε ἐν εἰ.); to a degree, mng. 2b also is implied in this expr.
    Since, acc. to the prophets, peace will be an essential characteristic of the messianic kgdm. (εἰ. as summum bonum: Seneca, Ep. 66, 5), Christian thought also freq. regards εἰ. as nearly synonymous w. messianic salvation εὐαγγελίζεσθαι εἰ. proclaim peace, i.e. messianic salvation (Is 52:7) Ac 10:36; Ro 10:15 v.l.; Eph 2:17; τὸ εὐαγγέλιον τῆς εἰ. 6:15. ἔχειν ἐν Χριστῷ εἰ. J 16:33; ἔχειν εἰ. πρὸς τὸν θεόν have peace w. God Ro 5:1 (on εἰ. πρός τινα cp. Pla., Rep. 5, 465b; X., Hiero 2, 11; Epict. 4, 5, 24; Jos., Ant. 8, 396). ἀφιέναι εἰ. leave peace τινί J 14:27a (cp. Orig., C. Cels. 8, 14, 20); same sense εἰ. διδόναι give or grant peace 14:27b; 2 Th 3:16b (so Is 26:12. Since Thu. 4, 19, 1; 21, 1 εἰ. διδόναι refers to granting of political peace). Hence εἰ. τοῦ Χριστοῦ the peace brought by Christ Col 3:15; εἰ. τοῦ θεοῦ Phil 4:7; ὁ θεὸς τῆς εἰ. (TestDan 5:2) Ro 15:33; 16:20; 2 Cor 13:11; Phil 4:9; 1 Th 5:23; Hb 13:20; ὁ κύριος τῆς εἰ. 2 Th 3:16a; αὐτός (i.e. ὁ Χριστός) ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν Eph 2:14 (cp. POxy 41, 27, where an official is called εἰρήνη πόλεως; sim. ἐπὶ τῆς εἰρήνης PAchm 7, 8; 104.—FCoggan, ET 53, ’42, 242 [peace-offering]; but s. NSnaith, ibid. 325f). ἐπαναδράμωμεν ἐπὶ τὸν τῆς εἰ. σκοπόν let us run toward the goal of peace 1 Cl 19:2.—2 Pt 3:14; (w. ζωή) Ro 8:6; (w. δόξα and τιμή) 2:10; (w. δικαιοσύνη and χαρά.—W. χαρά En 5:9; Philo, Leg. All. 1, 45) 14:17; 15:13; (πίστις, φόβος, ὑπομονή, μακροθυμία) 1 Cl 64:1. παιδεία εἰηρήνης ἡμῶν ἐπʼ αὐτόν 16:5 (Is 53:5). In prayer εἰς ἀγαθὰ ἐν εἰ. 60:3. Also Lk 2:29 and the angelic greeting ἐπὶ γῆς εἰ. peace on earth 2:14 are prob. to be classed here; cp. 19:38.—On peace as a gift of God cp. Epict. 3, 13, 12 εἰρήνη ὑπὸ τοῦ θεοῦ κεκηρυγμένη διὰ τοῦ λόγου (=philosophy); Oenomaus in Eus., PE 5, 26, 5: it is the task of deities to establish and to promote εἰρήνη and φιλία; cp. the boasts of Isis in related terms, IAndrosIsis, Kyme.—HFuchs, Augustin u. d. antike Friedensgedanke 1926, 39–43; 167–223; WNestle, D. Friedensgedanke in d. antiken Welt: Philol. Suppl. 31, ’38; WvanLeeuwen, Eirene in het NT ’40; FBammel, Die Religionen der Welt und der Friede auf Erden ’57; on the word’s history, KBrugmann and BKeil, Εἰρήνη: Ber. d. Sächs. Ges. d. Wiss. 68, 1916 nos. 3 and 4; GKöstner, Εἰρήνη in d. Briefen des hl. Apostels, diss. Rome ’58; WEisenbeis, D. Wurzel שׁלם im AT, Beih. ZAW 113, ’69; RAC VIII 434–505 (lit.).—B. 1376. DELG. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > εἰρήνη

  • 18 συντείνω

    A strain, draw tight, brace up, σ. [τὰ ὀστᾶ], opp. χαλάω, Pl.Phd. 98d: metaph. of the mind, E.Hipp. 257 (anap.);

    ἁρμονίαις σ. τὰς ψυχάς Pl.Lg. 800d

    :—[voice] Pass., to be in a state of tension, Hp. Art.8, Epid.3.1.δ, Sor.2.18, Gal.6.170.
    3 intr. in [voice] Act., exert oneself, strive, Pl.Sph. 239b;

    τοῖς τόξοις Hp.

    Aër.20;

    τῷ πνεύματι Arist.APr. 893a2

    ; hasten,

    δρόμῳ εἰς τὸ ἄστυ Plu.Nic.30

    ; of things, become intense,

    συντείνοντος τοῦ κακοῦ Id. Dio 45

    .
    II direct earnestly to one point,

    πάντα τὰ αὑτοῦ εἰς τοῦτο Pl.R. 591c

    , cf. Grg. 507d;

    ἐπὶ πόλεμον τὰς αὑτῶν σ. πόλεις Id.Plt. 308a

    :—[voice] Pass., συντετάσθαι πρὸς τὸ μέλλον ταῖς φροντίσι, of mental tension or anxiety, Plu.2.473c.
    2 intr., direct all one's powers to one object, to be bent upon,

    ἐπὶ τὸ μαθεῖν.. τὸν λόγον Pl.Lg. 641e

    ; and of things, tend or contribute towards.., c. inf.,

    σφάξαι σ' Ἀργείων.. συντείνει.. γνώμα E.Hec. 189

    (lyr.);

    τὰ δ' ἐμοὶ δοκεῖ πάντα εἰς ταὐτόν τι συντείνειν Pl.Cra. 403b

    ;

    τὰ συντείνοντα πρὸς τὸ ζῆν καλῶς Athenio 1.43

    , cf. Ael.Tact.2.1;

    πάντα τὰ συντείνοντα εἰς τὴν λειτουργίαν POxy.904.5

    (v A.D.); ἕν, εἰς ὃ πάντα ς. D.10.54 vulg. ( τείνει codd. opt., ἕν om. S); εἰς ἀδικίαν ἢ δικαιοσύνην, etc., Arist.EN 1127a34, cf. Epicur.Ep.2p.35U.;

    εἰς ταὐτὸν κεφάλαιον Gal. 15.613

    ;

    ἐπὶ τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 309b

    ;

    πρὸς ἀρετήν Id.Lg. 731a

    , Isoc. 15.67, cf. Epicur.Ep.1p.29U.; πρὸς τὸν σκοπόν, etc., Arist.EN 1144a25, al.
    III in physical sense, lead to, εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν ς. Pl.Tht. 184d; σ. πρὸς τὸν ἄνω τόπον, πρὸς τὴν καρδίαν, Arist.Juv. 469a16,20;

    σ. αἱ ἀδένες ἐπὶ σφᾶς τὸ ἄλλο σῶμα Hp.Gland. 2

    .
    IV [voice] Pass., to be exasperated against,

    πρός τινα Com.Adesp. 22.56

    D.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντείνω

  • 19 καταντάω

    καταντάω 1 aor. κατήντησα; pf. κατήντηκα 1 Cor 10:11 (ἀντάω ‘come opposite to, meet’; Aristot., Polyb., Diod S; ins, pap, LXX; En 17:6; TestSol 1:12 D; Jos., Ant. 3, 246)
    to get to a geographical destination, come (to), arrive (at), reach, w. εἰς and acc. of place (Aristot., Dialog. Fgm. 11 Rose εἰς τοὺς λιμένας; Diod S 3, 34, 7; 12, 55, 5; PTebt 59, 3 [99 B.C.] εἰς τ. πόλιν Σοκονώφεως; InsPriene 112, 97 [I B.C.]; 2 Macc 4:21, 44) εἰς Ἰκόνιον Ac 13:51 D. εἰς Δέρβην 16:1. Cp. 18:19, 24; 21:7; 25:13 (w. ἀσπάζω; cp. ἀπήντησεν αὐτῷ κ. ἠσπάσατο Plut., Mor. 488e); 27:12; 28:13. ἄντικρυς Χίου off Chios 20:15.
    to reach a condition or goal, fig. extension of 1 arrive at, attain, meet (cp. κατάντημα Ps 18:7)
    arrive at someth., so that one comes to possess it, attain (to) someth. μέχρι καταντήσωμεν εἰς τ. ἑνότητα τ. πίστεως Eph 4:13 (εἰς as Polyb. 6, 9, 10; BGU 1101, 5 εἰς τ. αὐτὸν βίον). W. εἴς τι also Ac 26:7; Phil 3:11; εἰς πέπειρον κ. come to ripeness 1 Cl 23:4. ἕως θανάτου καταντῆσαι meet death Pol 1:2. W. ἐπί τι (Epicurus p. 63, 3 Us.; Diod S 1, 79, 2; Ammon., In Int. [Aristot.] p. 264, 22 B. κ. ἐπὶ τὸ ἔσχατον) ἐπὶ τὸν σκοπὸν κ. arrive at the goal, reach the goal 1 Cl 63:1. Likew. ἐπὶ τὸν βέβαιον δρόμον κ. 6:2.
    The person does not come to someth., but someth. comes to the person (κ. εἰς as t.t. for the inheritance that comes to an heir: BGU 1169, 21 [10 B.C.]; POxy 75, 5; 248, 11; 274, 19. Cp. 2 Km 3:29). Of the word of God: ἢ εἰς ὑμᾶς μόνους κατήντησεν; or has it come to you alone? 1 Cor 14:36. On εἰς οὓς τὰ τέλη τ. αἰώνων κατήντηκεν 10:11 s. αἰών 2b end.—DELG s.v. ἄντα. M-M. TW. Spicq.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > καταντάω

  • 20 συν-τείνω

    συν-τείνω (s. τείνω), anspannen, anziehen, anstrengen; σύντεινε ποδὸς ὁρμάν, Eur. El. 112; στέργηϑρα φρενῶν ξυντεῖναι, Hipp. 257; τὰ νεῠρα, im Ggstz von χαλᾶν, Plat. Phaed. 98 d; ξύντεινε σαυτόν, Euthyphr. 12 a, u. öfter; auf Etwas hinrichten, beziehen, πάντα ἐς τοῦτο, Gorg. 507 d; ἐπὶ πόλεμον ἀεί τινα τὰς αὑτῶν ξυντείνοντες πόλεις, Polit. 308 a; ἐπὶ τὸ δηλῶσαι συντεῖναι τὸν λόγον, Legg. I, 641 e. – Gew. intrans. sich anstrengen, bes. – a) laufen, eilen, wobei man ὁδόν zu ergänzen pflegt, συντείνειν δρόμῳ εἰς ἄστυ, in die Stadt laufen, Plut. Nic. 30; – übh. seine Kräfte anspannen, κοινᾷ συντείνει γνώμᾳ, Eur. Hec. 190; ὅτι μάλιστα δύνασαι συντείνας, Plat. Soph. 239 b, u. öfter; im pass., συντεταμένον καὶ σπ ουδάζοντα, Euthyd. 288 d; u. so auch Sp., συντείνοντος τοῦ κακοῠ, als das Uebel zunahm, Plut. Dion. 45. – b) seine Spann- od. Schnellkraft worauf richten, wonach zielen, τοῖς τόξοις, Hippocr.; μὴ εἰς μίαν τινὰ ἰδέαν πάντα ταῦτα ξυντείνει, Plat. Theaet. 184 d; ὅσα εἰς ἱππικὴν συντείνει μαϑήματα, Legg. VII, 813 e; πρὸς τὸ κοινῇ ξυντείνων βέλτιστον, X, 903 c; ἐπί τι, Polit. 294 b 309 b; εἰς τοῦτο συντείναι, Xen. Ages. 7, 1; τὰ πρὸς τὸν σκοπὸν συντείνοντα, Arist. eth. 6, 12, 9; ὅσα συντείνει πρὸς τὸ διασώζειν, Pol. 16, 12, 9.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συν-τείνω

См. также в других словарях:

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

  • натычь — НАТЫЧ|Ь (2*), И с. Цель, мишень: Вазнь, ˫акоже стрѣлець, ѡвогда ѹлѹчаѥть стрѣлѧющи въ насъ ˫ако въ начичь [в др. сп. натычь], ѡвогда же на прилежаща˫а ближнѧ˫а. (ἐπί... σκοπόν) Пч к. XIV, 58; вазнь ˫ако же стрѣлець ѡвогда ѹлѹчае(т). стрѣлѧюче в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επίσκοπος — Ύψιστος βαθμός ιεροσύνης. Αρχικά, ο όρος σήμαινε επιθεωρητής, εποπτεύων, που οι Εβδομήκοντα χρησιμοποίησαν στην ελληνική μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης με τη σημασία του κυβερνήτη και του άρχοντα· με την έννοια του ηγέτη μιας χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

  • λιθάζω — (AM) [λίθος] ρίχνω πέτρες, λιθοβολώ (α. «λιθάζειν ἐπὶ σκοπὸν μανθάνειν καὶ ὃπλοις χρῆσθαι», Στράβ. β. «ἐβάστασαν... λίθους... ἵνα λιθάσωσιν αὐτόν», ΚΔ) αρχ. ρίχνω κάτι σαν πέτρα («χρυσὸν λιθάζειν εἰς τὴν παῑδα», Αππ.) …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»